συνεπισκευάζω

συνεπισκευάζω
Α [ἐπισκευάζω]
1. επισκευάζω κάτι σε συνεργασία με κάποιον άλλο
2. μέσ. συνεπισκευάζομαι
κατεργάζομαι, παρασκευάζω επίσης κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”